Καλώς ήρθατε!

23 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΚΑρμΑνιόΛΑ, του Γεωργίου Σουρή | Ανάλυση του ποιήματος

 "Η καρμανιόλα στήνεται, η καρμανιόλα σφάζει,

η καρμανιόλα περπατεί κι ο κόσμος κάνει χάζι." 

Αυτός ο δυνατός στίχος προετοιμάζει το σκηνικό για το σατιρικό αριστούργημα του Γεωργίου Σουρή, 

«Η ΚΑΡΜΑΝΙΟΛΑ». 


Ο σατιρικός τόνος του ποιήματος είναι εμφανής από την αρχή.  Ο  αφηγητής αρχικά φαινομενικά ταράζεται με τυχόν επικείμενο θάνατό του (Νομίζω πως εις θάνατον κι εμέ καταδικάζουν). Στη συνέχεια, όμως,  η κατά κάποιο τρόπο αδιάφορη στάση του και η προθυμία του να χλευάζει τα ίδια του τα μέλη του σώματός του δημιουργούν μια αίσθηση παραλογισμού και μαύρου χιούμορ. Αυτή η σατιρική προσέγγιση χρησιμεύει για να τονίσει πιθανώς τον παραλογισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, ιδίως όταν έρχεται αντιμέτωπη με το αναπόφευκτο του θανάτου.

Η περιγραφή του αφηγητή για τον ενθουσιασμό του πλήθους στην προοπτική μιας εκτέλεσης υπογραμμίζει τις απάνθρωπες συνέπειες της εμμονής της κοινωνίας με το θέαμα και τη βία (η καρμανιόλα περπατεί κι ο κόσμος κάνει χάζι).

Το ποίημα του Σουρή προσφέρει μια καυστική κριτική της κοινωνίας. Διακωμωδεί το κυνήγι του πλούτου, του κύρους και των υλικών αγαθών, υπονοώντας ότι αυτές οι επιφανειακές αξίες είναι τελικά ανούσιες (μακράν και σείς, ω φλογερά και πυρωμένα μάτια, οπου απλήστως βλέπετε του γείτονος το χρήμα, το στρέμμα, την παιδίσκην του και κάθε άλλον κτήμα).

Επίσης, ασκεί κριτική στην παρουσία ανόητων και αδαών ατόμων στην κοινωνία. Ο ποιητής παρομοιάζει μεταφορικά τους ανθρώπους με ζώα με κεφάλια γαϊδουριών (Γιατί παντού και μάλιστα  σ' αυτόν εδώ τον τόπον να ζουν γαϊδάροι αρκετοί με κεφαλάς ανθρώπων;), υποδηλώνοντας την επικράτηση της ανοησίας και της άγνοιας στην κοινωνία και την τάση των λογικών ατόμων να κρύβουν την ανθρωπιά τους και να υποκλίνονται ταπεινά μπροστά στους ανόητους (γιατί δε άνθρωποι πολλοί με λογική και γνώσι την ανθρωπιά  των προσπαθούν πολύ συχνά να κρύβουν και ταπεινώς ενώπιον γαϊδουρανθρώπων σκύβουν;). 

Τα συνεχή παράπονα του αφηγητή για τα μέρη του σώματός του αντανακλούν την απογοήτευσή του για την ανθρώπινη φύση και συμπεριφορά (Μακράν, αυτιά μου δύστηνα , οπού ακούτε τόσα από του κάθε μασκαρά την τροχισμένη γλώσσα.... Μακράν κι εσύ, ω γλώσσα μου, που λές χωρίς να παύης, που βρίσκεις πάντα κάτι τι και όλο κόβεις ράβεις.).

Δηλώνει ότι το ανθρώπινο μυαλό συχνά θολώνει από παράλογες σκέψεις, επιθυμίες και προκαταλήψεις είτε από επίμονους συλλογισμούς που βασανίζουν τον ποιητή (Ας γίνη ό,τι θέλετε…εγώ το αποβάλλω, μα δώστε μου, παρακαλώ, ένα κεφάλι άλλο, που σκέψεις και συλλογισμούς και στίχους να μην κάνη, που να μην παίρνει έξαφνα για κάθε τι φωτιά, να έχη στόμα και φωνή ποτέ του να μην βγάνη, τα μάτια να μην βλέπουνε, να μην ακούν τ' αφτιά.). Η επιθυμία του αφηγητή να απαλλαγεί από τα βάρη της σκέψης και της συνείδησης αναδεικνύει ίσως την αγανάκτησή του με την κοινωνία και τις ανούσιες, παράλογες, κακοπροαίρετες συμπεριφορές.

Ο ποιητής χρησιμοποιεί το θάνατο και την μακάβρια εικόνα της φρικιαστικής καρμανιόλας για να προκαλέσει και να προσφέρει μια καυστική κριτική της κοινωνίας και της ανθρώπινης φύσης. Μέσω του σατιρικού του τόνου το ποίημα καλεί τους αναγνώστες να αναρωτηθούν για το νόημα, τον σκοπό της ζωής και την ανθρώπινη συμπεριφορά. 

Ακούστε ολόκληρο το ποίημα και μην ξεχάσετε να διαδώσετε αυτό το εκπληκτικό έργο, από τον μάστορα της σάτιρας Γέωργιο Σουρή.